- χορηγίς
- χορ-ηγίς, ίδος, ὴ, die Chor-, Reigenführerin, Titel einer Comödie des Alexis
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χορηγίς — ίδος, ἡ, Α βλ. χορηγός … Dictionary of Greek
χορηγός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.), στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (8 τ. χλμ.). * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγός, θηλ. χορηγίς, ίδος, Α 1. (στην αρχ. Αθήνα) εύπορος πολίτης ο οποίος κατέβαλλε την δαπάνη… … Dictionary of Greek